Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεστιάριο
1 εγγραφή
βεστιάριο το [vestiário] Ο42 : 1. ο χώρος όπου φυλάσσονται οι ενδυμασίες των ηθοποιών ενός θιάσου. 2. ο χώρος όπου οι προσερχόμενοι (σ΄ ένα θέατρο, σ΄ ένα κέντρο, σε μια βιβλιοθήκη) αφήνουν τα επανωφόρια και διάφορα προσωπικά αντικείμενά τους για φύλαξη· γκαρνταρόμπα.

[λόγ. < ιταλ. vestiario (πρβ. ελνστ. βεστιάριον `γκαρνταρόμπα΄ < λατ. vestiarium)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες