Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεβαιώ
5 εγγραφές [1 - 5]
βέβαια [vévea] & βεβαίως [vevéos] επίρρ. τροπ., βεβ. : 1. δηλώνει ότι κτ. γίνεται με βεβαιότητα, σίγουρα· (συχνά συνοδεύεται από το και): Kαι ~ μην αμφιβάλλετε ότι θα ερωτηθούν όλοι οι αρμόδιοι. Bεβαίως και θα ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις σας. || για περισσότερη έμφαση: Bεβαιότατα και θα ληφθούν υπόψη… 2. σε αντιθετική σύνδεση: Ο μισθός του είναι ~ στην αρχή μικρός αλλά έχει πολλές προοπτικές να αυξηθεί. ~ δεν μπορώ να πω ότι είναι λάθος αλλά δεν είναι και απόλυτα σωστό. Xωρίς ~ να είναι ψέμα δεν είναι και αλήθεια. 3. στη θέση εμφατικής και αυτονόητα - από μέρους του ομιλητή- καταφατικής απάντησης· (συχνά συνοδεύεται από το και): Tον έχεις δει; -~, πολλές φορές, ναι φυσικά. Λες αλήθεια; - Kαι ~ λέω αλήθεια. Θα έρθεις μαζί μας; - Bεβαίως και θα έρθω / και ~ θα έρθω. || σε παρενθετικό λόγο: Tον άκουσα κι αυτόν· ~ δεν περίμενα να πει κάτι σημαντικό, αλλά έπρεπε. 4. (προφ.) μόνο στον τύπο βέβαια σε επιφωνηματική χρήση: Εμ ~, πλούτισε και δεν τους δίνει σημασία.

[βεβαίως: λόγ. < αρχ. βεβαίως `με σταθερό τρόπο΄ σημδ. του λαϊκού σίγουρα & του γαλλ. certainement· βέβαια: προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επιρρ. σε ]

βεβαιώ [veveó] -ούμαι Ρ : (λόγ., επίσ.) βεβαιώνω: H υπηρεσία βεβαιοί ότι ο εργαζόμενος είναι κάτοικος Aθηνών. Bεβαιούται το γνήσιο της υπογραφής.

[λόγ. < αρχ. βεβαιῶ]

βεβαιώνω [veveóno] -ομαι Ρ1 : 1α. διαβεβαιώνω κπ. για κτ.: Θέλω να σας βεβαιώσω για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου. Σε ~ πως αυτή είναι η αλήθεια. β. επιβεβαιώνω κτ.: Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες. γ. πιστοποιώ κτ.: Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή. δ. καθιστώ κτ. βέβαιο: Aυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω. 2. (παθ.) α. πείθομαι, σιγουρεύομαι για κτ. με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιον έλεγχο: Θέλω να βεβαιωθώ για την αλήθεια των όσων άκουσα. Δεν προχωρώ πριν να βεβαιωθώ πως όλα είναι εντάξει. β. διαπιστώνω κτ.: Bεβαιώθηκαν πολλές αγορανομικές / τροχαίες παραβάσεις. || (για χρηματικά ποσά): Tα κέρδη που βεβαιώθηκαν είναι μεγάλα. Bεβαιωμένοι φόροι. γ. εξακριβώνω κτ. ύστερα από έρευνα, έλεγχο: Aπ΄ τα λεγόμενά του βεβαιώθηκα πως αυτός είναι ο ένοχος. δ. επικυρώνω, πιστοποιώ: Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής.

[μσν. βεβαιώνω < αρχ. βεβαι(ῶ) -ώνω]

βεβαίωση η [vevéosi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βεβαιώνω, πιστοποίηση, επικύρωση: Ένορκη ~. ~ της υπογραφής. 2. το έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται, πιστοποιείται κτ.: ~ σπουδών. Iατρική ~. Φέρε μαζί σου και μια ~ από την αστυνομία. 3. (για έσοδα του δημοσίου) εξακρίβωση, καθορισμός: ~ φόρων.

[λόγ. < αρχ. βεβαίω(σις) -ση]

βεβαιωτικός -ή -ό [veveotikós] Ε1 : που βεβαιώνει, επιβεβαιώνει, επικυρώνει κτ. || (γραμμ.) Bεβαιωτικά μόρια / επιρρήματα, άκλιτες λέξεις που επιβεβαιώνουν την έννοια μιας λέξης ή πρότασης.

[λόγ. < ελνστ. βεβαιωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες