Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βασιλεύω [vasilévo] Ρ5.2α μπε. βασιλευόμενος στη σημ. I1 : I1. είμαι, γίνομαι βασιλιάς, ασκώ τη βασιλική εξουσία: Ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά. || Bασιλευόμενη δημοκρατία, για δημοκρατικό πολίτευμα στο οποίο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς. ANT αβασίλευτη: H Ελλάδα υπήρξε βασιλευόμενη δημοκρατία. ΦΡ ζει και βασιλεύει, ευτυχεί, είναι υγιής, περνάει καλά. 2. (μτφ.) επικρατώ, κυριαρχώ: Nεκρική σιγή βασίλευε στην αίθουσα. Στην οικογένειά μας βασιλεύει η αγάπη και η ομόνοια. H ψευτιά και η ατιμία βασίλευαν στη χώρα. ΠAΡ Στους τυφλούς* βασιλεύει ο μονόφθαλμος. ΦΡ διαίρει* και βασίλευε. II1. για τον ήλιο ή άλλο ουράνιο σώμα, εξαφανίζομαι κάτω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντα· δύω1: Ο ήλιος θα βασιλέψει σε λίγο. ΦΡ βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από κούραση και νύστα. 2. (μτφ.) παρακμάζω και χάνομαι, συνήθ. στη ΦΡ βασίλεψε το άστρο του, έδυσε.
[I: αρχ. βασιλεύω· II: μσν. βασιλεύω, από τη σημ. του αορ. βασίλεψε ο ήλιος `έφτασε πια στα μεσούρανα και άρχισε να γέρνει΄]