Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βασιλεία η [vasilía] Ο25 : (πρβ. μοναρχία στις σημ. 1, 2) 1. το αξίωμα και η εξουσία του βασιλιά: Aναρριχήθηκε στη ~ με δολοπλοκίες. Έγινε αιματηρός αγώνας για την κατάργηση της βασιλείας. 2. το πολίτευμα στο οποίο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς: Στην Ελλάδα καταργήθηκε με δημοψήφισμα η ~. 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος βασιλεύει ή βασίλεψε: H ~ του συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα. 4. (μτφ.) α. κυριαρχία, επικράτηση, υπεροχή: H επικράτηση της δημοτικής σήμανε το τέλος της βασιλείας της καθαρεύουσας. H ~ του πνεύματος πάνω στην ύλη. β. περίοδος ακμής: H δεκαετία της βασιλείας του εξπρεσιονισμού. (έκφρ.) πέρασε / έληξε / έρχεται η ~ του
5. (εκκλ.) H ~ του Θεού, η ~ των Ουρανών, ο Παράδεισος.
[λόγ. < αρχ. βασιλεία]