Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαρόνος ο [varónos] Ο18 θηλ. βαρόνη Ο30 [varóni] & βαρονέσα [varo nésa] Ο25 : 1. τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, κατώτερος από τον κόμη. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου με μεγάλη και ανεξέλεγκτη δύναμη σε κάποιον τομέα: Οι βαρόνοι της κοκαΐνης / του κόμματος.
[λόγ. < ιταλ. baron(e) & γαλλ. baron -ος (από τα γερμ.) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. βαρόν(ος) -η· βαρόν(ος) -έσα]