Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρούλκο
1 εγγραφή
βαρούλκο το [varúlko] Ο39 : μηχανή για την ανύψωση ή την έλξη βαρών.

[ελνστ. βαρουλκόν < βαρουλκός (ενν. μηχανή) με μετακ. του τόνου(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες