Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βανδαλικός -ή -ό [vanδalikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που χαρακτηρίζει τους βανδάλους.
[λόγ. βάνδαλ(ος) -ικός]
- βανδαλισμός ο [vanδalizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : βάρβαρη, καταστροφική πράξη: Οι φίλαθλοι μετά τον αγώνα επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς και βιαιότητες. || (ειδικότ.) καταστροφή έργων τέχνης και πολιτισμού: H καταστροφή μνημείων είναι ασυγχώρητος ~.
[λόγ. < γαλλ. vandalisme < εθν. Vandal(e) `Βάνδαλος΄ -isme = -ισμός]
- βάνδαλος ο [vánδalos] Ο20α : αυτός που προξενεί καταστροφές· βάρβαρος: Mετά την πτώση της Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας, ορδές βανδάλων κατέκλυσαν την Ευρώπη. || (ειδικότ.) αυτός που καταστρέφει μνημεία και έργα τέχνης: Γκρέμισαν τα νεοκλασικά κτίρια, οι βάνδαλοι!
[λόγ. εν. < υστλατ. εθν. πληθ. Vandali]
- βάνδαλος -η -ο [vánδalos] Ε5 : που αναφέρεται ή που χαρακτηρίζει τους βανδάλους· βάρβαρος: Bάνδαλη συμπεριφορά.
[λόγ. επίθ. < ουσ. βάνδαλος]