Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βίος ο [víos] Ο18 : 1. (λόγ.) η ζωή: Πολυτάραχος / πολυκύμαντος / περιπετειώδης ~. Διάγει έντιμο βίο. Ο ~ του δικτατορικού καθεστώτος προβλέπεται σύντομος. || (ευχή) (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν)*. (έκφρ.) παράλληλοι* βίοι. διά βίου, σ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής. ΦΡ ~ και πολιτεία*. κάνω σε κπ. το βίο αβίωτο, με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές μου, τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω, του κάνω τη ζωή δύσκολη: Mου κάνει το βίο αβίωτο με τα επεισόδια που προκαλεί κάθε μέρα. (λόγ.) εξεμέτρησε το ζην* / τον βίον. || (νομ.) πρότερος* έντιμος ~. 2. (λόγ.) η δραστηριότητα σ΄ έναν τομέα της κοινωνικής ζωής: Ο πολιτικός του ~ υπήρξε σύντομος. Ο συζυγικός της ~ ήταν δυστυχισμένος. 3. η εξιστόρηση της ζωής και της δραστηριότητας προσώπων· βιογραφία: Bίοι αγίων / μεγάλων ανδρών.
[λόγ. < αρχ. βίος]
- βιος το [vjós] & βιο το [vjó] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η (κινητή ή ακίνητη) περιουσία, ο πλούτος· τα αγαθά: Έχει / απόχτησε μεγάλο / λίγο / πολύ ~. Έφαγε / έχασε όλο το ~ του στα χαρτιά. ΠAΡ Ελάτε εσείς οι γνωστικοί* να φάτε του τρελού το ~.
[μσν. βίος, το (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. βίος, ὁ (μεταπλ.)· αποβ. του τελικού [s] κατά τα άλλα ουδ. σε -ο]
- βιοσύνθεση η [viosínθesi] Ο33 : (βιολ.) η παραγωγή οργανικών ενώσεων από ζωντανούς οργανισμούς.
[λόγ. < αγγλ. biosynthesis < bio- = βιο- + αρχ. σύνθε(σις) -ση]
- βιόσφαιρα η [viósfera] Ο27 : (βιολ.) το σύνολο των έμβιων όντων που υπάρχουν στη γη.
[λόγ. < γαλλ. biosphère < bio- = βιο- + αρχ. σφαῖρα]