Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάλλω [válo] -ομαι Ρ πρτ. έβαλλα, αόρ. έβαλα, απαρέμφ. βάλει, παθ. αόρ. βλήθηκα, απαρέμφ. βληθεί : (λόγ.) 1. ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο: Tο πυροβολικό βάλλει από το πρωί κατά των θέσεων του εχθρού. Ένα σύγχρονο πολυβόλο βάλλει χιλιάδες σφαίρες το λεπτό. 2. (μτφ.) εκτοξεύω κατηγορίες, μέμφομαι: Bάλλει εναντίον μου για πολιτικούς λόγους. Bάλλεται από παντού. ΦΡ ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον* βαλέτω.
[λόγ. < αρχ. βάλλω]