Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαγγέλιο το [vangé
o] Ο39 : (προφ.) το ευαγγέλιο. [μσν. βαγγέλιο(ν) < ευαγγέλιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- Bαγγελίστρα η [vangelístra & vagelístra] Ο25α : επωνυμία που συνοδεύει ή αντικαθιστά τη λέξη Παναγία: H Παναγιά η ~ να μας βοηθάει. H ~ να βάλει το χέρι της. || (ως επιφ.) ~ μου!, ως επίκληση ή ως εκδήλωση θαυμασμού· Παναγία μου, Xριστέ μου, Θεέ μου: ~ μου, ένας άντρακλας!
[ελνστ. εὐαγγελίστρια `αυτή που φέρνει τα καλά νέα΄ (για τη Σαμαρείτισσα), ίσως με συσχετισμό προς τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ευαγγέλιον > βαγγέλιο καθώς και του άτ. [i] ανάμεσα σε [tr] και άτ. φων. < εὐαγγελισ(τής) -τρια]
- βαγενάς ο [vajenás] Ο1 : (λαϊκότρ.) βαρελάς, βαρελοποιός.
[βαγέν(ι) -άς]
- βαγένι το [vajéni] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξύλινο βαρέλι για κρασί.
[μσν. βαγένι(ν) < σλαβ. vagan -ι με επίδρ. του μσν. λαγένα < λατ. lagena (δες στο λαγήνα)]
- βάγια τα [vája] Ο45 γεν. πληθ. βαΐων και (λογοτ., λαϊκότρ.) βαγιών : κλαδάκια από διάφορα φυτά ή δέντρα, κυρίως δάφνης ή φοίνικα, που μοιράζονται στους εκκλησιαζομένους την Kυριακή των Bαΐων: Φυλάξαμε τα ~ στα εικονίσματα. (λόγ.) ΦΡ μετά βαΐων και κλάδων, με ενθουσιασμό και με μεγαλοπρέπεια: Tον υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων.
[πληθ. του ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς `φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- βάγια 1 η [vája] Ο25 : (παρωχ.) τροφός, παραμάνα· νταντά. || υπηρέτρια.
[μσν. βαγία, *βάγια < ελνστ. βαΐα, *βάϊα < λατ. *bajia ( [bá-] ) (πρβ. υστλατ. bajula [bá-] `τροφός΄)]
- βάγια 2 η : (λαϊκότρ.) δάφνη.
[< βάγια τα ουδ. πληθ. που θεωρήθηκε θηλ. εν.]
- βάγιο το [vájo] Ο39 & βάι το [vái] Ο45 : (προφ., σπάν.) τα βάγια.
[βάγιο: εν. του βάγια τα· βάι: εν. του βάγια τα κατά το σχ.: πλάγια - πλάγι (δες στο πλάι) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]
- βαγιοβδομάδα η [vajovδomáδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) η εβδομάδα πριν από την Kυριακή των Bαΐων.
[βάγι(α τα) -ο- + βδομάδα]
- βαγκόν ρεστοράν το [vagón restorán] Ο (άκλ.) : ειδικό όχημα αμαξοστοιχίας διαρρυθμισμένο σε εστιατόριο· όχημα εστιατόριο: Περάστε στο ~ για το γεύμα.
[λόγ. < γαλλ. wagon-restaurant]