Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: α
8.233 εγγραφές [8131 - 8140]
αχόρταστος -η -ο [axórtastos] Ε5 : 1.που δεν έχει χορτάσει, που δεν είναι χορτάτος. 2. αχόρταγος. αχόρταστα ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. ἀχόρταστος]

αχός ο [axós] Ο17 : (λογοτ., λαϊκότρ.) συγκεχυμένος, ακαθόριστος ή υπόκωφος ήχος: Ο ~ της τρικυμισμένης θάλασσας / της θύελλας / της μάχης.

[αρχ. ρ. ἠχῶ > μσν. αχώ (τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια θα, να και ανασυλλ. [na-ix > nax > n-ax] ), αχ(ώ) > -ός (αναδρ. σχημ.)]

άχου [áxu] επιφ. : (λαϊκότρ.) δηλώνει: 1. λύπη, συμπαράσταση: ~ τι έπαθε, ο καημένος! 2. πόνο: ~ το πόδι μου! 3. αγάπη, τρυφερότητα: ~ το, το κοριτσάκι μου!

[τουρκ. ahu! `συφορά!΄ (“του αχ”)]

αχούρι το [axúri] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) στάβλος. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά ακατάστατου και βρόμικου χώρου.

[μσν. αχούρι < τουρκ. ahur, ahιr (από τα περσ.)]

άχραντος -η -ο [áxrandos] Ε5 : (κυρ. εκκλ.) αμόλυντος, αγνός: Άχραντη Παρθένα, η Παναγία. Άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία.

[λόγ. < αρχ. ἄχραντος]

αχρείαστος -η -ο [axríastos] Ε5 : κυρίως στην έκφραση ~ να ΄ναι, για κπ. ή για κτ. που ευχόμαστε να μη μας χρειαστεί: Aς υπάρχει ένας γιατρός και στο χωριό μας, ~ να ΄ναι. Πάρε μαζί σου μερικά φάρμακα, αχρείαστα να ΄ναι.

[μσν. *αχρείαστος (πρβ. μσν. αχρειάστως) < α- 1 χρειασ- (χρειάζομαι) -τος]

αχρείος -α -ο [axríos] Ε4 : εξαιρετικά βαρύς χαρακτηρισμός για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι αισχρή, ανήθικη, ανέντιμη: ~ χαρακτήρας. Aχρείο υποκείμενο. ~ συκοφάντης. || Aχρεία διαγωγή / πράξη / χειρονομία. ~ υπαινιγμός. Aχρεία ψέματα. || (ως ουσ.) ο αχρείος: Xάσου από μπροστά μου, αχρείε! || για ήπιο ψόγο: Δες τι ζημιά μου έκανε ο ~!

[λόγ. < αρχ. ἀχρεῖος `άχρηστος, κατώτερος΄]

αχρειότητα η [axriótita] Ο28 : η ιδιότητα του αχρείου· αισχρότητα, αθλιότητα. || πράξη αχρεία: Σοκαρίστηκα από τις αχρειότητές του.

[λόγ. < ελνστ. ἀχρειότης, αιτ. -ητα `το ανώφελο΄ κατά τη σημ. της λ. αχρείος]

αχρέωτος -η -ο [axréotos] Ε5 : που δεν έχει χρεωθεί, που δεν τον έχουν χρεώσει, που δεν είναι χρεωμένος. 1. για κπ. που δε χρωστάει χρήματα. 2. (λογιστ.) για ποσό κτλ. που δεν το σημείωσαν στη χρεωστική στήλη: Aχρέωτα εμπορεύματα. || για ακίνητο, που δεν το έχουν υποθηκεύσει: Aχρέωτο σπίτι / χωράφι.

[λόγ. α- 1 χρεω- (δες χρεώνω) -τος]

αχρησία η [axrisía] Ο25 : η μη χρησιμοποίηση ενός πράγματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀχρησία]

< Προηγούμενο   1... 812 813 [814] 815 816 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες