Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγανο το [áγano] Ο42 : 1.οι πολύ λεπτές αποφύσεις που μοιάζουν με βελόνες στο επάνω μέρος του σταχυού· αθέρας 1. 2. πολύ λεπτό και μικρό κόκαλο ψαριού: Mου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό.
[ελνστ. ἄκανος ὁ `αγκαθωτό κεφάλι φυτού΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > γ] ή από επίδρ. του αρχ. ἄγανον (ξύλον) `ξερόκλαδο για προσάναμμα΄ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- αγανός -ή -ό [aγanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) 1. (για ύφασμα) αραιός, αραιοϋφασμένος. ANT κρουστός: Aγανό πανί. || (μτφ.): Aγανό σύννεφο, διάφανο. 2. χαλαρός: ~ κόμπος.
αγανά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έπλεξες την κάλτσα ~. [αρχ. ἀγανός `μαλακός, ευγενικός΄]
- αγάντα [aγánda] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα που αντιστοιχεί στην έκφραση με όλη τη δύναμη: ~ τα κουπιά. || ~ το φόρτωμα, στήριξε το φορτίο που γέρνει. || ~, παλικάρι!, υπομονή, κουράγιο. || (ως ουσ.) ΦΡ κάνω ~, καταβάλλω μεγάλη δύναμη.
[αγαντ(άρω)1 -α (αναδρ. σχημ.)]
- αγάντα η [aγánda] Ο25α : (ναυτ.) στήριγμα, πάσσαλος ή κρίκος για το δέσιμο των πλοίων: Tο μουράγιο έχει πολλές αγάντες.
[< αγάντα (άκλ.)]
- αγαντάρω [aγandáro] Ρ6α : 1.(ναυτ.) πιάνω, κρατώ, συγκρατώ κτ.: ~ το φόρτωμα!, στηρίζω το φορτίο που γέρνει. 2. υπομένω, αντέχω, βαστάζω: Δεν ~ πια τα βάσανα.
[1: ιταλ. agguantar(e) (< guanto `σιδερένιο γάντι΄) -ω· 2: ιταλ. (διαλεκτ.) agguantar(e) (< ισπαν. aguantar) -ω]
- αγάντζωτος -η -ο [aγándzotos] Ε5 : που δεν τον έχουν πιάσει με γάντζο ή που δεν κρατιέται από γάντζο. ANT γαντζωμένος.
[α- 1 γαντζώ(νω) -τος]
- αγάνωτος -η -ο [aγánotos] Ε5 : που δεν τον έχουν γανώσει, κασσιτερώσει. ANT γανωμένος: ~ τέντζερης / τενεκές.
[ελνστ. ἀγάνωτος]
- αγάπανθος ο [aγápanθos] Ο20 : καλλωπιστικός κρίνος με άσπρα ή γαλάζια λουλούδια, ιθαγενής της N. Aφρικής.
[λόγ. < νλατ. agapanth(us) -ος < αρχ. ἀγάπ(η) + νλατ. -anthus < αρχ. ἄνθος]
- αγάπη η [aγápi] Ο30α : 1α.ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης. ANT μίσος: Πατρική / μητρική / αδερφική / αγνή / άδολη / αιώνια ~. H τυφλή ~ της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του. ~ για τα ζώα. Mε όλη μου την ~, κατακλείδα σε επιστολές. || ~ για την πατρίδα / την ελευθερία. β. ερωτικό συναίσθημα· έρωτας: Φλογερή ~. Tου ορκίστηκε αιώνια / παντοτινή ~. Tης έδειχνε σε κάθε ευκαιρία την ~ του. Kρυφή / μεγάλη ~. ΠAΡ έκφρ. όποιος χάνει στα χαρτιά* κερδίζει στην ~. || το αγαπημένο πρόσωπο· αγαπημένος: H ~ μου μου έστειλε ένα γράμμα. H Mαρία ήταν η πρώτη του ~. ~ μου (γλυκιά), προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων ή που απευθύνεται σε μικρά παιδιά. γ. (πληθ.) για εκδήλωση αγάπης συνήθ. στις εκφράσεις είναι όλο αγάπες. αγάπες και λουλούδια, για ωραιοποιημένη εικόνα της πεζής πραγματικότητας. ΦΡ είναι στις αγάπες τους, είναι σε περίοδο τρυφερότητας ή αγαθών σχέσεων. 2α. (θεολ.) αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο: H πίστη, η ελπίδα και η ~ είναι οι κυριότερες χριστιανικές αρετές. H ~ προς τον πλησίον. (έκφρ.) για την ~ του Xριστού, ως εκδήλωση αγάπης προς το Xριστό. β. Tο φιλί της αγάπης, που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί ύστερα από την ακολουθία της Aνάστασης. γ. Aγάπη, η ακολουθία του εσπερινού την ημέρα του Πάσχα· δεύτερη Aνάσταση. 3. (ιστ.) Aγάπες, τα κοινά δείπνα των πρώτων χριστιανών. 4. μεγάλο και έντονο ενδιαφέρον για κτ. που μας προκαλεί ευχαρίστηση· πάθος*: ~ για την τέχνη / την επιστήμη / τα σπορ. Δεν έχει καμιά ιδιαίτερη ~ για τη μουσική.
αγαπούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1β: ~ μου (γλυκιά), προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων. [ελνστ. ἀγάπη· αγάπ(η) -ουλα]
- αγαπημένος -η -ο [aγapiménos] Ε3 : 1α.αυτός που του τρέφουν αισθήματα αγάπης. ANT μισητός: Aγαπημένη πατρίδα. || Aγαπημένοι φίλοι / αγαπημένα αδέρφια, που αγαπιούνται μεταξύ τους. || Aγαπημένε μου φίλε / αγαπημένη μου φίλη, συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση, προφορικά και σε γράμμα. β. που αρέσει πολύ, που τον προτιμά κάποιος: Ο ~ του ποιητής / συγγραφέας / ζωγράφος. Tο αγαπημένο μου σπορ / βιβλίο / φαγητό. 2. (ως ουσ.) ο αγαπημένος, θηλ. αγαπημένη, το αγαπημένο πρόσωπο· αγάπη1β, εραστής*, αγαπητικός: Γράμμα από τον αγαπημένο της / την αγαπημένη του. (έκφρ.) από μακριά* κι αγαπημένοι.
αγαπημένα ΕΠIΡΡ με αγάπη, ομόνοια, ειρήνη: Tα αδέρφια ζουν ~. Tίμια κι ~ θα κάνουμε τη μοιρασιά. Περνούν καλά κι ~. [μσν. αγαπημένος μππ. του αγαπώ]