Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχθοφόρος ο [axθofóros] Ο18 : αυτός που εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής ή αυτός που αναλαμβάνει με αμοιβή να μεταφέρει φορτία.
[λόγ. < ελνστ. ἀχθοφόρος, αρχ. σημ.: για υποζύγιο]