Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχάτης ο [axátis] Ο10 : ημιπολύτιμη πέτρα, ποικιλία του χαλαζία, χωρισμένη σε ζώνες με διάφορες αποχρώσεις και διαφορετική διαφάνεια: Δαχτυλίδι / μενταγιόν με αχάτη. || το σχετικό κόσμημα: Φοράει έναν αχάτη.
[λόγ. < ελνστ. ἀχάτης]