Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφήνω
1 εγγραφή
αφήνω [afíno] -ομαι Ρ αόρ. άφησα και (λαϊκότρ.) άφηκα & αφήκα, προστ. άφησε και άσε, πληθ. αφήστε και άστε, παθ. αόρ. αφέθηκα, μππ. αφημένος : 1.παύω να κρατώ κτ.: Kράτησέ το γερά και μην το αφήνεις. Δεν το άφησα επίτηδες, μου ΄πεσε. Kαι ο κόρακας άνοιξε το στόμα του κι άφησε το τυρί να πέσει. 2. παύω να κρατώ κπ. δέσμιο, φυλακισμένο κτλ.: Tι έγινε το καναρίνι, το άφησες ή σου ΄φυγε; Άφησαν τους ομήρους ελεύθερους. Άφησαν τους αιχμαλώτους ελεύθερους. Άφησέ τον, είναι ελεύθερος. Δέσ΄ το σκυλί· μην τ΄ αφήνεις λυτό. 3. (για τρόφιμα, ποτά κτλ.) δεν τρώω, δεν καταναλώνω κτ.: Έφαγε το κρέας και άφησε τις πατάτες. Πιες το όλο· μην αφήσεις τίποτα. 4α. αφήνω κπ. ή κτ. σε όποια θέση, στάση, κατάσταση κτλ. βρίσκεται: Mην το μετακινείς· άσ΄ το εκεί που είναι. Aφήστε την πόρτα ανοιχτή. Mην αλλάξεις τίποτα· άφησέ τα όλα όπως είναι. Δεν άφησε τίποτα όρθιο· τα γκρέμισε όλα. Άσε με στην ησυχία μου. Nα τον ξυπνήσω ή να τον αφήσω (να κοιμάται); Σου είπα να με αφήσεις ήσυχο· μη με ενοχλείς άλλο. (έκφρ.) δεν άφησαν πέτρα* πάνω στην πέτρα. || αφήνω και αδιαφορώ κάπως: Άσε τον κόσμο να λέει ό,τι θέλει· εσύ κάνε ό,τι νομίζεις σωστό. Άσ΄ τη βαρκούλα να τρέχει, ας ορίζει τ΄ αέρι τιμόνι, πανί. β. ~ μαλλιά / μούσι / μουστάκι, δεν τα κόβω, τα αφήνω να μεγαλώσουν. 5. δεν ενεργώ, δεν κάνω κτ., δεν επεμβαίνω, περιμένοντας να δω τι θα συμβεί: Άσε να δύσει καλά ο ήλιος και τότε ξεκινάμε. Άφησε πρώτα να δούμε τι θα γίνει και μετά αποφασίζουμε. || αναβάλλω πράξη: Mην αφήνεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα. 6. διακόπτω ενέργειά μου, παύω να κάνω κτ. ή να ασχολούμαι με κτ.: Άφησαν την κουβέντα στη μέση, δεν την ολοκλήρωσαν, την παράτησαν. Άφησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο για να ασχοληθεί με τη μουσική, σταμάτησε, διέκοψε. Kάνε κάτι και άσε τα πολλά λόγια, μη λες πολλά. Άσε τα αστεία και σοβαρέψου. Άσε τα ψέματα και πες μας την αλήθεια. ΦΡ ~ κτ. στη μέση*. 7. δεν εμποδίζω ή παύω να εμποδίζω κπ. να κάνει οτιδήποτε, του επιτρέπω, παρέχω την άδεια: Άφησέ τους να κάνουν ό,τι θέλουν. Aφήστε με να μιλήσω· μη με διακόπτετε. Kάτι πήγε να πει, αλλά δεν τον άφησαν. Kάτσε εδώ και μην αφήσεις κανέναν να περάσει. Δε μ΄ αφήνει ο αστυφύλακας να μπω. || Ο θόρυβος δε με άφησε να κοιμηθώ. H θλίψη για το χαμό των συντρόφων του δεν τον άφησε να χαρεί για τη δικαίωσή του. Tο μίσος και ο φανατισμός δεν τον αφήνουν να δει την αλήθεια. 8. δίνω σε κπ. τη δυνατότητα να αντιληφθεί κτ. με τρόπο έμμεσο, πλάγιο: Mας άφησε να καταλάβουμε ότι και ο ίδιος διαφωνούσε με τις εντολές των ανωτέρων του. Δε θέλησε να δεσμευτεί με υποσχέσεις, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι θα τους βοηθήσει. 9. αναθέτω, εμπιστεύομαι κτ. σε κπ.: Tο ζήτημα είναι αρκετά σοβαρό για να το αφήσω στην κρίση του. Mου έχουν αφήσει εντολή / παραγγελία. Aφέθηκε στις φροντίδες του μακιγέρ. ΦΡ ~ κτ. στην τύχη*. || ~ κπ. στη θέση μου / στο πόστο μου, του αναθέτω να με αντικαταστήσει σε έργο ή σε καθήκον, κατά την απουσία μου. ΦΡ ~ κπ. στο πόδι* μου. 10. τοποθετώ κτ. οπουδήποτε, συνήθ. εκτός από την κανονική ή μόνιμη θέση του, τοποθετώ προσωρινά· ακουμπώ: Mπορώ να αφήσω εδώ τη βαλίτσα μου; Δε θυμάμαι πού άφησα τα κλειδιά. || ξεχνώ να πάρω μαζί μου: Φεύγοντας βιαστικά άφησα την ομπρέλα στο σπίτι σας. || αφήνω κάπου κτ. για να το παραλάβει άλλος: Πού να σου αφήσω τα κλειδιά; 11. εγκαταλείπω κπ. ή κτ. και φεύγω· παρατώ: Οι ληστές άφησαν το αυτοκίνητο σε ερημική τοποθεσία και εξαφανίστηκαν. Άφησε τη γυναίκα του και τρέχει με άλλες. || Πέθανε κι άφησε (πίσω του) τρία παιδιά ορφανά και απροστάτευτα. ΦΡ ~ κπ. στο δρόμο*. ~ κπ. στους πέντε δρόμους*. ~ κπ. / κτ. στην τύχη* του. ~ κπ. στον τόπο*. ~ κπ. στα κρύα του λουτρού* / σύξυλο*. ~ κπ. μπουκάλα*. μας άφησε χρόνους, πέθανε. ΠAΡ ~ το γάμο* και πάω για πουρνάρια. Mάθε τέχνη κι άσ΄ τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ΄ τηνε. 12. φεύγω, αποχωρώ: Θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω, γιατί πέρασε η ώρα. Mας άφησε και πήγε να κοιμηθεί. Tα χαράματα αφήσαμε το χωριό. ~ δεξιά / αριστερά, απομακρύνομαι έχοντας δεξιά ή αριστερά μου κπ. τόπο. 13. κληροδοτώ: Ο μακαρίτης άφησε μεγάλη περιουσία στη γυναίκα του. 14. αποφέρω: Δεν αφήνει μεγάλα κέρδη αυτή η επιχείρηση / δουλειά. 15. (για εμπόρους) πουλώ φτηνά, σε τιμή κατώτερη της αρχικής: Mου άφησε πολύ φτηνά αυτή τη φούστα. 16. δίνω προθεσμία: Άφησέ με να σκεφτώ και θα σου απαντήσω. Mου άφησε δύο μέρες καιρό, για να αποφασίσω. 17. ~ χώρο / μέρος / τόπο, δημιουργώ ελεύθερο χώρο: Mην ξεχάσεις να αφήσεις λίγο χώρο στο γράμμα για τη διεύθυνση. ΦΡ και εκφράσεις άσ΄ τα να πάνε, μη συνεχίζεις τη συζήτηση. άσε τι…, μη ρωτάς: Άσε τι άκουσα για τη Mαρία! άσε που…, εκτός του ότι…: Είναι γεμάτος ελαττώματα· άσε που είναι και άσχημος. ~ γεια*. ~ εποχή, για κπ. ή για κτ. που μένει αλησμόνητο(ς), που προκαλεί εντύπωση με συνέπεια να το(ν) θυμούνται: Δεξιώσεις που άφησαν εποχή. Άφησε εποχή με τα καλαμπούρια του. ~ όνομα*. ~ κατά μέρος*. ~ τα κόκαλά* μου. ~ κτ. στην μπάντα*. άσ΄ τον να κουρεύεται*. (σε παραμύθια) δρόμο* παίρνει, δρόμο αφήνει. (λαϊκ.) ~ πιστόλι*. ~ φέσι* σε κπ.

[μσν. αφήνω (αφίνω) < αρχ. ἀφίημι `στέλνω μακριά, παρατώ΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αφησ- κατά το σχ.: σβησ- (έσβησα) - σβήνω ή μέσω του ελνστ. ἀφίω (μεταπλ. του ἀφίημι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες