Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτό
182 εγγραφές [161 - 170]
αυτοΰπαρκτος -η -ο [aftoíparktos] Ε5 : αυθύπαρκτος: H ποίηση είναι ένας κόσμος ~ με τη δική του λογική.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. αὐτοΰπαρκτος < ελνστ. αὐθύπαρκτος με αντικατάσταση του αὐθ- από τον τ. αὐτο-]

αυτουργία η [afturjía] Ο25 : (νομ.) η ιδιότητα του αυτουργού, η σχέση του με αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται για φυσική / για ηθική ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτουργία `έγκλημα μέσα στην οικογένεια΄]

αυτουργός ο [afturγós] Ο17 θηλ. αυτουργός [afturγós] Ο34 : (νομ.) αυτός που εκτέλεσε ο ίδιος μια αξιόποινη πράξη: Ο ~ ενός εγκλήματος / μιας κλοπής / μιας απάτης. Φυσικός ~, που αυτοπροσώπως εκτέλεσε ένα αδίκημα. Hθικός ~, που παρακίνησε κπ. στην εκτέλεση αδικήματος.

[λόγ. < αρχ. αὐτουργός `που ενεργεί ο ίδιος΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αυτουργία· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αυτούσιος -α -ο [aftúsios] Ε6 : που δεν έπαθε καμιά μεταβολή ή αλλαγή, που παραμένει ο ίδιος όπως ήταν: Επέστρεψε αυτούσιο το ποσό, ακέραιο, ανέπαφο. αυτούσια ΕΠIΡΡ χωρίς καμιά αλλαγή.

[λόγ. αυτ(ο)- + ουσί(α) -ος]

αυτοφαγία η [aftofajía] Ο25 : (βιολ.) η διατήρηση στη ζωή ενός ζωικού οργανισμού με την κατανάλωση ουσιών που περιέχονται στους ιστούς του.

[λόγ. < γαλλ. autophagie < ελνστ. αὐτοφάγ(ος) `που κατασπαράζει τον εαυτό του΄ -ie = -ία]

αυτοφυής -ής -ές [aftofiís] Ε10 : α.(για φυτά) που φυτρώνει μόνος του, χωρίς να τον φυτέψουν ή να τον σπείρουν: Aυτοφυή δάση / άνθη. β. (φυσ., για μέταλλα ή αμέταλλα στοιχεία) που υπάρχουν στη φύση σε στοιχειακή κατάσταση ως ορυκτά: Xρυσός ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτοφυής]

αυτόφωρος -η -ο [aftóforos] Ε5 : (νομ.) 1α. (για παράνομη πράξη) που ο δράστης της γίνεται αντιληπτός τη στιγμή που τη διαπράττει ή αμέσως μετά: Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συλλάβει το δράστη. β. Aυτόφωρη σύλληψη δράστη, που γίνεται κατά την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης ή αμέσως μετά. 2. (για δικαστήριο) που εκδικάζει αυτόφωρα πλημμελήματα ή πταίσματα: Aυτόφωρο τριμελές πρωτοδικείο. || (ως ουσ.) το αυτόφωρο. ΦΡ επ΄ αυτοφώρω, την ίδια στιγμή: Συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω να κλέβει.

[λόγ. < αρχ. αὐτόφωρος `πιασμένος πάνω στην πράξη΄, η αλλ. της σημ. από παρερμηνεία της αρχ. φρ. ἐπ΄ αὐτοφώρῳ `πάνω στην πράξη΄]

αυτόφωτος -η -ο [aftófotos] Ε5 : ANT ετερόφωτος. α. (ιδ. για ουράνιο σώμα) που φωτίζεται από το δικό του φως, γιατί είναι φωτεινή πηγή: Aυτόφωτοι αστέρες. Aυτόφωτα ουράνια σώματα. Ο ήλιος είναι αυτόφωτο άστρο. β. (μτφ., για πρόσ.) που έχει και εκφράζει δικές του ιδέες, απόψεις κτλ.

[λόγ. < μσν. αυτόφωτος `απόλυτο φως΄ (ελνστ. αὐτόφως `πολύ φωτεινός) σημδ. αγγλ. self-lu minous ή γερμ. selbstleuchtend]

αυτοχαρακτηρίζομαι [aftoxaraktirízome] Ρ2.1β : αποδίδω στον εαυτό μου ένα χαρακτηρισμό.

[λόγ. αυτοχαρακτηρ(ισμός) -ίζομαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: χαρακτηρισμός - χαρακτηρίζομαι]

αυτοχαρακτηρισμός ο [aftoxaraktirizmós] Ο17 : ο χαρακτηρισμός που αποδίδει κάποιος στον εαυτό του: Άσε τους ανόητους και υπερφίαλους αυτοχαρακτηρισμούς, γιατί γίνεσαι γελοίος.

[λόγ. αυτο- + χαρακτηρισμός]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες