Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσίγγανος
1 εγγραφή
ατσίγγανος ο [atsíŋganos] Ο20 : τσιγγάνος. ατσιγγανάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. Aτσίγγανος < ινδ. Atzigan (μέσω των τσιγγάνικων) -ος, (πρβ. παλ. ιταλ. Zingano, γερμ. Zigeuner, τουρκ. çingene)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες