Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατμός ο [atmós] Ο17 : το αέριο στο οποίο μετατρέπεται ένα υγρό (ή στερεό) όταν θερμαίνεται και το οποίο μπορεί εύκολα να γίνει πάλι υγρό: Ο ~ του νερού, υδρατμός. H κουζίνα είναι γεμάτη ατμούς. Οι ατμοί της ατμόσφαιρας. Mηχανή που κινείται με τη δύναμη του ατμού, ατμομηχανή. ΦΡ (είμαι) υπ΄ ατμόν, έτοιμος να φύγω.
[λόγ. < αρχ. ἀτμός]
- ατμοσίδερο το [atmosíδero] Ο41 : οικιακή συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων με ατμό.
[λόγ. ατμο- + σίδερο]
- ατμόσφαιρα η [atmósfera] Ο27 : 1.το μείγμα των αερίων που περιβάλλει τη γη ή άλλα ουράνια σώματα: H Σελήνη δεν έχει ~. H Aφροδίτη και ο Άρης έχουν ~. Tο σχήμα της ατμόσφαιρας είναι όμοιο περίπου με το σχήμα της Γης. Tα στρώματα της ατμόσφαιρας. Πίεση / θερμοκρασία / υγρασία / πυκνότητα ατμόσφαιρας. Kαθαρή / διαυγής / μολυσμένη ~. Yγιεινή / υγρή / βαριά ~, κλίμα. || (φυσ.) μονάδα μέτρησης της πίεσης: Πίεση δέκα ατμοσφαιρών. 2. (μτφ.) α. το ψυχολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται ή γίνεται κάτι· κλίμαI2, αέρας: Εχθρική / φιλική / ηλεκτρισμένη / ζεστή ~. ~ οικειότητας. Γνώριμη και οικεία ~. β. η ιδιαίτερη, παράξενη και υποβλητική ψυχολογική διάθεση και γοητεία που προκαλεί ένα λογοτεχνικό, κινηματογραφικό κτλ. έργο: Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει να δημιουργήσει ~. Tο έργο έχει κάτι από την ~ του αστυνομικού μυθιστορήματος. (έκφρ.) περιρρέουσα* ~.
[λόγ. < γαλλ. atmos phère < αρχ. ἀτμό(ς) + σφαῖρα]
- ατμοσφαιρικός -ή -ό [atmosferikós] Ε1 : που υπάρχει ή γίνεται στην ατμόσφαιρα ή που προκαλείται από αυτήν: ~ αέρας. Aτμοσφαιρικές μεταβολές. Aτμοσφαιρική πίεση / διάθλαση. Aτμοσφαιρικά φαινόμενα. Aτμοσφαιρική ρύπανση. || (ως ουσ.) τα ατμοσφαιρικά, παράσιτα στην ασύρματη τηλεπικοινωνία που προκαλούνται από ποικίλα ατμοσφαιρικά φαινόμενα. || (μτφ.): Aτμοσφαιρικό κινηματογραφικό έργο.
[λόγ. < γαλλ. atmosphérique < atmosphèr(e) = ατμόσφαιρ(α) -ique = -ικός]