Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατμομηχανή η [atmomixaní] Ο29 : η μηχανή που κινείται με τη δύναμη του ατμού. || (ειδικότ.) η ατμομηχανή του τρένου, ατμάμαξα.
[λόγ. ατμο- + μηχανή μτφρδ. γαλλ. machine à vapeur]