Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυρματίστρια
1 εγγραφή
ασυρματιστής ο [asirmatistís] Ο7 θηλ. ασυρματίστρια [asirmatístria] Ο27 : αυτός που χειρίζεται τον ασύρματο: Ο ~ του πλοίου εκπέμπει σήμα κινδύνου.

[λόγ. ασύρματ(ος) -ιστής· λόγ. ασυρματισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες