Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνεχής
1 εγγραφή
ασυνεχής -ής -ές [asinexís] Ε10 : που δεν είναι συνεχής, που παρουσιάζει κενά ή διακοπές: ~ γραμμή / πορεία. || (μαθημ.): ~ συνάρτηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυνεχής `ευμετάβολος΄ & σημδ. γαλλ. discontinu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες