Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυνείδητος -η -ο [asiníδitos] Ε5 : 1α.που δεν έχει ηθική συνείδηση με αποτέλεσμα την ασυνέπεια και την αδιαφορία στην εκτέλεση των καθηκόντων του. ANT ευσυνείδητος: ~ γιατρός / δάσκαλος / τεχνίτης. β. που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ασυνειδησία: ~ οδηγός εγκατέλειψε αβοήθητα τα θύματά του. ~ εγκληματίας. 2. ασύνειδος. ANT συνειδητός: Aσυνείδητη κίνηση / αντίδραση. || (ως ουσ., ψυχ.) το ασυνείδητο, το τμήμα του ψυχικού κόσμου που διαφεύγει πλήρως από τον έλεγχο της συνείδησης: Tο ανθρώπινο εγώ χωρίζεται σε συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο.
ασυνείδητα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. ~ σηκώθηκε επάνω και [λόγ. < ελνστ. ἀσυνείδητος]