Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυναίσθητος -η -ο [asinésθitos] Ε5 : για κτ. που γίνεται χωρίς συναίσθηση, χωρίς επίγνωση: Aσυναίσθητη πράξη / αντίδραση.
ασυναίσθητα ΕΠIΡΡ: Έτρωγε και έπινε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀσυναίσθητος `που δεν έχει συναίσθηση΄]