Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμπαθής
1 εγγραφή
ασυμπαθής -ής -ές [asimbaθís] Ε10 : (λόγ.) ασυμπάθιστος.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυμπαθής `που δε νιώθει συμπάθεια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες