Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυλία η [asilía] Ο25 : (νομ.) προνομιακό καθεστώς που επιτρέπει σε ορισμένα πρόσωπα να μην υφίστανται δίωξη για ορισμένα αδικήματα: Kαλύπτεται από ~. Διπλωματική ~, για τους ξένους διπλωμάτες. Bουλευτική ~, για τους βουλευτές: Άρση της βουλευτικής ασυλίας, προσωρινή κατάργησή της.
[λόγ. < αρχ. ἀσυλία]