Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυλία
1 εγγραφή
ασυλία η [asilía] Ο25 : (νομ.) προνομιακό καθεστώς που επιτρέπει σε ορισμένα πρόσωπα να μην υφίστανται δίωξη για ορισμένα αδικήματα: Kαλύπτεται από ~. Διπλωματική ~, για τους ξένους διπλωμάτες. Bουλευτική ~, για τους βουλευτές: Άρση της βουλευτικής ασυλίας, προσωρινή κατάργησή της.

[λόγ. < αρχ. ἀσυλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες