Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυζητητί [asizitití] επίρρ. : (λόγ.) για κτ. τόσο προφανές, ώστε να γίνεται δεκτό χωρίς συζήτηση, χωρίς αντίρρηση, δισταγμό ή αμφιβολία: Δέχτηκε την πρότασή μου ~. Είναι ~ ο καλύτερος ηθοποιός του θεάτρου μας.
[λόγ. ασυζήτητ(ος) -ί 3 μτφρδ. γαλλ. indiscu tablement]