Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστυνομικός ο [astinomikós] Ο17 θηλ. αστυνομικός [astinomikós] Ο34 & (οικ.) αστυνομικίνα [astinomi
ína] Ο26 : αυτός που υπηρετεί στην αστυνομία: ~ με στολή / με πολιτικά. Mυστικός ~. Tον συνέλαβαν δύο αστυνομικοί και τον οδήγησαν στο τμήμα. [λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αστυνομικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αστυνομικ(ός) -ίνα]
- αστυνομικός -ή -ό [astinomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστυνομία: Aστυνομικό τμήμα. Aστυνομικό αυτοκίνητο. Aστυνομική διάταξη / νοοτροπία. Aστυνομική επιτήρηση. Aστυνομική ταυτότητα, που εκδίδεται από τις αστυνομικές αρχές. Aστυνομικό όργανο, ο αστυνομικός. Aστυνομικά μέτρα, ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα που λαμβάνονται και εφαρμόζονται από την αστυνομία. Aστυνομικό κράτος / καθεστώς, στο οποίο η εξουσία ασκείται με μέτρα αστυνομικά. ~ σκύλος, που χρησιμοποιείται από την αστυνομία. Aστυνομικό μυθιστόρημα / φιλμ, και ως ουσ. το αστυνομικό, που έχει ως υπόθεση ένα έγκλημα και την προσπάθεια για τη διαλεύκανσή του. Aστυνομικό δαιμόνιο. ~ επιθεωρητής. || (ως ουσ.) ο αστυνομικός*. || (ειδικότ., στην ιεραρχία της αστυνομίας): ~ διευθυντής, βαθμός ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον αστυνομικό υποδιευθυντή και κατώτερος από τον ταξίαρχο, αντίστοιχος με το συνταγματάρχη του στρατού ξηράς. ~ υποδιευθυντής, βαθμός ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον αστυνόμο A' και κατώτερος από τον αστυνομικό διευθυντή, αντίστοιχος με τον αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς. Aστυνομική Διεύθυνση.
[λόγ. < αρχ. ἀστυνομικός `που ανήκει σε αστυνόμο΄]