Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστέρας ο [astéras] Ο2 : 1.(αστρον.) κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα που απαρτίζει το σύμπαν: Kίνηση / ύψος / τροχιά / μάζα / προσδιορισμός της θέσεως ενός αστέρα. Aστέρες γίγαντες / νάνοι. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου μεγέθους. Πολικός ~. Διάττοντας* ~ και ως έκφραση. || (επέκτ.) για κάθε ουράνιο σώμα που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Οι αστέρες διακρίνονται σε απλανείς και πλανήτες. 2. (μτφ.) α. η τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση ως αξιολογικό σύμβολο ποιότητας: Kονιάκ τριών / πέντε / επτά αστέρων. Ξενοδοχείο δύο / τριών κτλ. αστέρων, χαρακτηρισμός για ξενοδοχεία. β. για διάσημο ηθοποιό του κινηματογράφου: Kινηματογραφικός ~. ~ του Xόλιγουντ, ο σταρ. || ~ πρώτου μεγέθους.
[1: μσν. αστέρας < αρχ. ἀστήρ, αιτ. -έρα· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. star]