Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπασμός ο [aspazmós] Ο17 : (λόγ.) φιλί, φίλημα. || Ο τελευταίος ~, που δίνεται σε νεκρό μετά το τέλος της νεκρώσιμης ακολουθίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀσπασμός, αρχ. σημ.: `φιλικό χαιρέτισμα΄]