Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασούρωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
ασούρωτος 1 -η -ο [asúrotos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σουρώσει σε σουρωτήρι, που δεν είναι σουρωμένο: Mην αφήσεις ασούρωτα τα μακαρόνια, γιατί θα λασπώσουν. Tο ζουμί από το κρέας είναι ασούρωτο.

[α- 1 σουρώ(νω) 1 -τος]

ασούρωτος 2 -η -ο : για ύφασμα που δεν το έχουν σουρώσει, δεν του έχουν κάνει (ακόμη) σούρες: Tα μανίκια θα τα αφήσω ασούρωτα.

[α- 1 σουρώ(νω) 2 -τος]

ασούρωτος 3 -η -ο : (λαϊκ.) που δε σούρωσε, δε μέθυσε πολύ, που δεν είναι σουρωμένος.

[α- 1 σουρώ(νω) 3 -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες