Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασιδέρωτος -η -ο [asiδérotos] Ε5 : που δεν τον έχουν σιδερώσει, που δεν είναι σιδερωμένος: Έχω ένα σωρό ασιδέρωτα ρούχα. Tο παντελόνι σου είναι ασιδέρωτο. || που δεν είναι καλά σιδερωμένος. || (προφ.): Bγήκε ~, με ασιδέρωτα ρούχα.
[α- 1 σιδερώ(νω) -τος (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀσιδήρωτος `που δεν είναι ενισχυμένος με σίδερο΄)]