Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασηπτικός -ή -ό [asiptikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ασηψία, που δεν περιέχει μικροοργανισμούς οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν σήψη. ANT σηπτικός: ~ θάλαμος.
[λόγ. < γαλλ. aseptique < asep(sie) = ασηπ- (ασηψία) -tique = -τικός]