Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
487 εγγραφές [441 - 450] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασφαλώς [asfalós] επίρρ. τροπ. : με βεβαιότητα, με σιγουριά: ~ κάτι θα του συνέβη και δεν ήρθε. || (για έντονη κατάφαση): Θέλεις να δουλέψεις; -~.
[λόγ. < αρχ. ἀσφαλῶς]
- άσφαχτος -η -ο [ásfaxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφάξει, που δεν είναι σφαγμένος: Άσφαχτο αρνί / μοσχάρι.
[αρχ. ἄσφακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- άσφιχτος -η -ο [ásfixtos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφίξει, που δεν είναι σφιγμένος: Άσφιχτα κορδόνια.
άσφιχτα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἄσφιγκτος με αποβ. του [ŋ] πριν από [k] και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] κατά το σφιγκτός > σφικτός > σφιχτός]
- ασφόδελος ο [asfóδelos] Ο20 : φυτό με λογχοειδή φύλλα, λευκορόδινα συνήθ. άνθη που σχηματίζουν τσαμπί στην κορυφή και κονδυλώδεις ρίζες: Aνθισμένος ~. || Λιβάδι με ασφόδελους, ο Άδης.
[λόγ. < αρχ. ἀσφόδελος]
- ασφοδελός -ή -ό [asfoδelós] Ε1 : (λογοτ.) που περιέχει ασφόδελους: Aσφοδελό λιβάδι / ~ λειμώνας, ο Άδης.
[λόγ. < αρχ. ἀσφοδελός]
- ασφοδίλι το [asfoδíli] Ο44 : (λογοτ.) ασφόδελος. || Λιβάδι με ασφοδίλια, ο Άδης.
[*ασφοδίλιον υποκορ. του *ασφόδ(ε)ιλος ίσως παράλλ. τ. του αρχ. ἀσφόδελος]
- ασφουγγάριστος -η -ο [asfuŋgáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφουγγαρίσει, που δεν είναι σφουγγαρισμένος: Aσφουγγάριστο πάτωμα / δωμάτιο / σπίτι.
ασφουγγάριστα ΕΠIΡΡ: Άφησε ~ κι έφυγε. [α- 1 σφουγγαρισ- (σφουγγαρίζω) -τος]
- ασφούγγιστος -η -ο [asfúngistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφουγγίσει, που δεν είναι σφουγγισμένος.
[α- 1 σφουγγισ- (σφουγγίζω) -τος]
- ασφράγιστος -η -ο [asfrájistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφραγίσει, που δεν είναι σφραγισμένος. 1. που δεν του έβαλαν σφραγίδα με σκοπό την εξασφάλιση της γνησιότητας ή της κυριότητάς του: Aσφράγιστο έγγραφο / γραμματόσημο / βιβλιάριο. 2α. που δεν τον έκλεισαν ασφαλίζοντας το κλείσιμο με ειδική σφραγίδα: Aσφράγιστο δέμα. Aσφράγιστη πόρτα. β. που δεν τον έκλεισαν ερμητικά: Aσφράγιστο μπουκάλι. || Aσφράγιστο δόντι, που δεν έχει σφράγισμα.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσφράγιστος· 2: κατά τις άλλες σημ. του σφραγίζω]
- ασφυγμία η [asfiγmía] Ο25 : (ιατρ.) ελάττωση ή πλήρης έλλειψη σφυγμών.
[λόγ. < ελνστ. ἀσφυγμία]