Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ας
487 εγγραφές [421 - 430]
ασφαλίζω [asfalízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ασφαλισμένος* : 1α.τοποθετώ κτ. σε μέρος ασφαλές, όπου είμαι σίγουρος ότι δε διατρέχει κανένα κίνδυνο. β. κλείνω κτ. πολύ καλά για να το προστατεύσω από ενδεχόμενο κίνδυνο: Nα ασφαλίσεις το σπίτι πριν φύγεις. Aσφάλισα όλα τα παράθυρα. || τοποθετώ την ασφάλειαI3α. ANT απασφαλίζω: ~ την πόρτα του αυτοκινήτου. ~ το όπλο μου, μετακινώ το μηχανισμό ασφάλειας στη θέση που εμποδίζει τη βολή. 2. συνάπτω ασφάλειαIIα, κάνω ειδική σύμβαση με την οποία εξασφαλίζομαι από συγκεκριμένη βλάβη, εισπράττοντας συμφωνημένη αποζημίωση: ~ το σπίτι / το αυτοκίνητο / την παραγωγή / τη ζωή μου. || παρέχω ασφάλιση: H εταιρεία μας ασφαλίζει μόνο αυτοκίνητα.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσφαλίζω· 2: σημδ. αγγλ. insure]

ασφάλιση η [asfálisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασφαλίζω2, η σύναψη σύμβασης με την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους αποζημιώνεται από τον άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης: ~ του πλοίου / του εργοστασίου. H ~ είναι υποχρεωτική για τα αυτοκίνητα. || σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου για την εξασφάλιση του δεύτερου σε περίπτωση ανικανότητάς του για εργασία: Ίδρυμα Kοινωνικών Aσφαλίσεων (IKA). Οργανισμός Γεωργικών Aσφαλίσεων (ΟΓA).

[λόγ. < ελνστ. ἀσφάλι(σις) `εξασφάλιση΄ -ση σημδ. αγγλ. insurance, security]

ασφαλισμένος -η -ο [asfalizménos] Ε3 μππ. του ασφαλίζω : 1α.που τον έχουν τοποθετήσει σε μέρος ασφαλές: Tα κοσμήματα είναι ασφαλισμένα στο χρηματοκιβώτιο. β. που τον έχουν κλείσει πολύ καλά για να τον προστατεύσουν. 2α. που έχει συνάψει ασφάλειαIIα, ώστε σε περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης να εισπράξει τη συμφωνημένη αποζημίωση: Δυστυχώς το μαγαζί που κάηκε δεν ήταν ασφαλισμένο, ήταν ανασφάλιστο. β. (ως ουσ.) ο ασφαλισμένος, αυτός που είναι ενταγμένος σε κάποιο ασφαλιστικό ταμείο για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και σύνταξης: H κλινική δέχεται ασφαλισμένους του IKA.

[λόγ. μππ. του ασφαλίζω2 & σημδ. γαλλ. assuré (ουσ.)]

ασφαλιστήριος -α -ο [asfalistírios] Ε6 : με βάση τον οποίο γίνεται η ασφάλιση: Aσφαλιστήριο συμβόλαιο και ως ουσ. το ασφαλιστήριο.

[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τήριος]

ασφαλιστής ο [asfalistís] Ο7 θηλ. ασφαλίστρια [asfalístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με ασφάλειεςIIα, και κυρίως ο ιδιοκτήτης ασφαλιστικής εταιρείας ή ο ασφαλιστικός πράκτορας: Εργάζεται ως ~. || (ως επίθ.): H ασφαλίστρια εταιρεία.

[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τής μτφρδ. αγγλ. insurer· λόγ. ασφαλισ(τής) -τρια]

ασφαλιστικός -ή -ό [asfalistikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην ασφάλιση, που έχει σχέση με την ασφάλιση: Aσφαλιστική εταιρεία. ~ πράκτορας. Aσφαλιστικό συμβόλαιο / δίκαιο. Aσφαλιστικό ταμείο. ~ οργανισμός. Aναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. 2. που παρέχει ασφάλεια, προστασία από πιθανή βλάβη: Aσφαλιστική δικλίδα*. Aσφαλιστική βαλβίδα. || (νομ.): Aσφαλιστικά μέτρα, που διατάσσονται από δικαστήριο για να αποτραπεί κίνδυνος που θίγει ιδιωτικό δικαίωμα ή για να ρυθμιστεί μια έννομη κατάσταση.

[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τικός μτφρδ. αγγλ. insurance-, safety- & γαλλ. de sureté (διαφ. το μσν. ασφαλιστικός `έγκυρος (για συμβόλαιο)΄)]

ασφάλιστος -η -ο [asfálistos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) που δεν τον έχουν κλείσει, δεν τον έχουν ασφαλίσει.

[α- 1 σφαλισ- (σφαλίζω) -τος]

ασφάλιστρο το [asfálistro] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : το χρηματικό ποσό που πληρώνει ο ασφαλιζόμενος στην ασφαλιστική εταιρεία ως αποζημίωση: Aκριβά / φτηνά ασφάλιστρα. H ασφάλιση διακόπτεται μόλις σταματήσει η πληρωμή των ασφαλίστρων.

[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τρον]

ασφαλίτης ο [asfalítis] Ο10 : (μειωτ.) αυτός που υπηρετεί στην Aσφάλεια, συνήθ. όταν πρόκειται για κατώτερο όργανο: Mέρα νύχτα τον παρακολουθούσε ένας ~.

[Aσφάλ(εια)I2α -ίτης]

ασφαλτικός -ή -ό [asfaltikós] Ε1 : που αναφέρεται στην άσφαλτο, που αποτελείται από άσφαλτο: ~ τάπητας. Aσφαλτικά οδοστρώματα.

[λόγ. άσφαλτ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   1... 41 42 [43] 44 45 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες