Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιτεκτόνημα το [arxitektónima] Ο49 : 1.αρχιτεκτονικό έργο. 2. (μτφ.) για κτ., π.χ. έργο τέχνης, σύγγραμμα κτλ., που είναι σωστά δομημένο.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιτεκτόνημα `σχέδιο, κατασκευή΄]