Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχηγός ο [arxiγós] Ο17 θηλ. αρχηγός [arxiγós] Ο34 & (προφ.) αρχηγίνα [arxijína] Ο26 : αυτός που διευθύνει, που διοικεί ένα ιεραρχημένο σύνολο ή έναν τομέα· (πρβ. επικεφαλής, ηγέτης): Έχει ικανότητες / ταλέντο αρχηγού. Θέλει πάντα να είναι ~. Είναι γεννημένος (για) ~. α. (για στρατιωτικά ή με παρόμοιο τρόπο οργανωμένα σώματα): ~ Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας / Στρατού / Nαυτικού / Aεροπορίας. ~ των Ενόπλων Δυνάμεων / της Ελληνικής Aστυνομίας / των Προσκόπων. β. αυτός που πρωτοστατεί σε κάποια δραστηριότητα: ~ της απεργίας / της διαδήλωσης / των επεισοδίων. γ. αυτός που επιλέγεται ως επικεφαλής σε μια συγκροτημένη ομάδα: ~ κόμματος / παράταξης / ποδοσφαιρικής ομάδας / σπείρας / συμμορίας. || Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ~ του ελληνικού κράτους. Στην επίσημη τελετή παραβρέθηκαν πολλοί αρχηγοί κρατών. δ. αυτός που ηγείται μιας κίνησης· ηγέτης: Θρησκευτικός / πνευματικός ~. || ~ (της) οικογένειας: α. (νομ., παλαιότ.) το πρόσωπο που έχει την ευθύνη για την οικογένεια. β. το πρόσωπο που ηγείται της οικογένειας: Ο άντρας δεν είναι πια ο ~ της οικογένειας.
αρχηγίσκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) για ασήμαντο ή ανίκανο αρχηγό. [λόγ. < αρχ. ἀρχηγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αρχηγ(ός) -ίνα· λόγ. αρχηγ(ός) -ίσκος]