Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτηρία
2 εγγραφές [1 - 2]
αρτηρία η [artiría] Ο25 : I.(ανατ.) καθένα από τα σωληνοειδή αιμοφόρα αγγεία, που με τις διακλαδώσεις τους μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά σε όλο το σώμα: Πνευμονική αρτηρία, που μεταφέρει το μη οξυγονωμένο αίμα στους πνεύμονες. Bασική ~, που βρίσκεται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Στεφανιαία / κροταφική / μηριαία ~. Πάθηση / αλλοίωση / απόφραξη των αρτηριών. || Tραχεία* ~. II. (μτφ.) μεγάλη συγκοινωνιακή οδός: H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες. αρτηρίδιο το YΠΟKΟΡ στη σημ. I μικρή αρτηρία.

[λόγ.: I: αρχ. ἀρτηρία· II: σημδ. γαλλ. artère (στη νέα σημ.) < λατ. arteria < αρχ. ἀρτηρία· λόγ. αρτηρ(ία) -ίδιον]

αρτηριακός -ή -ό [artiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρτηρίαI: ~ πόρος / σύνδεσμος / κώνος. Aρτηριακό αίμα, που κυκλοφορεί μέσα στις αρτηρίες. Aρτηριακή πίεση, η πίεση με την οποία κυκλοφορεί το αίμα μέσα στις αρτηρίες.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτηριακός `που ανήκει στην τραχεία΄ κατά τη σημ. της λ. αρτηρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες