Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριστερόχερος -η -ο [aristeróxeros] Ε5 : (προφ.) αριστερόχειρος.
[< αριστερόχειρος με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χειρ (δες στο χείρα) > χέρι]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[< αριστερόχειρος με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χειρ (δες στο χείρα) > χέρι]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |