Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργυρώνητος
1 εγγραφή
αργυρώνητος -η -ο [arjirónitos] Ε5 : (λόγ.) που εξαγοράζεται με χρήματα· πουλημένος: Aργυρώνητοι ψηφοφόροι / οπαδοί / δικαστές / μάρτυρες.

[λόγ. < αρχ. ἀργυρώνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες