Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραιοϋφασμένος -η -ο [areoifazménos] Ε3 : (για ύφασμα) που είναι έτσι υφασμένος ώστε να υπάρχουν κενά διαστήματα στην ύφανσή του.
[αραι(ά) -ο- + υφασμένος μππ. του υφαίνω]