Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιοϋφασμένος
1 εγγραφή
αραιοϋφασμένος -η -ο [areoifazménos] Ε3 : (για ύφασμα) που είναι έτσι υφασμένος ώστε να υπάρχουν κενά διαστήματα στην ύφανσή του.

[αραι(ά) -ο- + υφασμένος μππ. του υφαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες