Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράπης ο [arápis] Ο11 πληθ. και αραπάδες θηλ. αραπίνα [arapína] Ο26 : 1.(προφ. και συχνά μειωτ.) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή· μαύρος, μελαψός: Kαπνίζει σαν ~, πάρα πολύ. ΠAΡ Tον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, για άνθρωπο αδιόρθωτο. 2. (λαϊκότρ.) αυτός που ανήκει στο αραβικό έθνος, ο Άραβας. 3. πολύ μελαχρινός, μελαψός: Mαύρισε από τον ήλιο κι έγινε ~ / αραπίνα. 4. (λαογρ.) κακοποιό πνεύμα και ειδικότερα φόβητρο μικρών παιδιών· μπαμπούλας: Φάε το φαΐ σου, γιατί θα έρθει ο ~.
αραπάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab (πρβ. ελνστ. Ἄραψ: δες αραβικός)· αράπ(ης) -ίνα]