Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
1.201 εγγραφές [141 - 150]
απαρτχάιντ το [apartxáid] Ο (άκλ.) : η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων.

[λόγ. < αγγλ. apartheid < ολλανδ. apartheid (apart < γαλλ. à part `κατά μέρος, χωριστά΄)]

απαρχαιωμένος -η -ο [aparxeoménos] Ε3 : που έχει μείνει στο πνεύμα και στις απαιτήσεις πολύ παλαιότερων εποχών, που δεν έχει καθόλου εκσυγχρονιστεί, δεν έχει παρακολουθήσει τις νεότερες εξελίξεις και γι΄ αυτό θεωρείται ξεπερασμένος και κατά συνέπεια λανθασμένος: Aπαρχαιωμένη θεωρία / μέθοδος διδασκαλίας. Aπαρχαιωμένοι θεσμοί. Έχει απαρχαιωμένες αντιλήψεις / ιδέες. || Aπαρχαιωμένες φράσεις και εκφράσεις της νεοελληνικής γλώσσας, που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά.

[λόγ. < αρχ. ἀπηρχαιωμένος μππ. του ἀπαρχαιοῦμαι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τον ενεστ. του ρ.]

απαρχή η [aparxí] Ο29 : 1.ό,τι ορίζει την έναρξη, την αρχή, το ξεκίνημα ενός πράγματος: Tο γεγονός αυτό ήταν η ~ σημαντικών εξελίξεων. Tο βιβλίο του αποτέλεσε την ~ μιας σειράς συζητήσεων. 2. (πληθ.) οι πρώτοι ώριμοι καρποί που προσφέρονταν στους θεούς κατά την αρχαιότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀπαρχή (συνήθ. πληθ. ἀπαρχαί αἱ)]

απαρχής [aparxís] επίρρ. χρον. : (λόγ.) από την αρχή· εξαρχής.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἀπ΄ ἀρχῆς]

άπας -ασα -αν [ápas] Ε12δ : (λόγ.) 1α. κυρίως στην έκφραση στον αιώνα τον άπαντα, ποτέ, ουδέποτε: Στον αιώνα τον άπαντα δε θα του ξαναμιλήσω. Δεν πρόκειται να πάρεις τα δανεικά σου στον αιώνα τον άπαντα. β. (πληθ.) άπαντες, όλοι: Nα προσέλθουν άπαντες στο γραφείο του διευθυντή. 2. (ως ουσ.) α. το άπαν, το σπουδαιότερο, το κυριότερο, το σημαντικότερο πράγμα· το παν: Tο χρήμα δεν είναι το άπαν στη ζωή. β. τα άπαντα*.

[λόγ. < αρχ. ἅπας]

απασάλειφτος -η -ο [apasáliftos] Ε5 : που δεν έχει πασαλειφθεί, που δεν τον έχουν πασαλείψει.

[α- 1 πασαλειπ- (πασαλείφω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

απασβέστωση η [apazvéstosi] Ο33 : (ιατρ.) μείωση της περιεκτικότητας αλάτων του ασβεστίου στα οστά και στα δόντια.

[λόγ. απ(ο)- ασβέστ(ιον) -ωσις > ωση μτφρδ. γαλλ. décalcification]

απαστράπτων -ουσα -ον [apastrápton] Ε12 : (λόγ.) που είναι στιλπνός και λαμπερός, που λάμπει, που ακτινοβολεί: Aπαστράπτουσα επιφάνεια. || Aπαστράπτουσα καθαριότητα.

[λόγ. μεε. < αρχ. ἀπαστράπτω `στέλνω λάμψη΄]

απασφαλίζω [apasfalízo] -ομαι Ρ2.1 : (στρατ.) μετακινώ το μηχανισμό ασφαλείας ενός πυροβόλου όπλου ώστε να είναι έτοιμο για βολή. || (επέκτ.) για μηχανισμό, αφαιρώ την ασφάλειαI3.

[λόγ. απ(ο)- ασφαλίζω]

απασχόληση η [apasxólisi] Ο33 : 1.επίσημη ονομασία της μισθωτής εργασίας: ~ εργατών / υπαλλήλων. ~ στη γεωργία / στη βιομηχανία / στο εμπόριο. ~ προσωπική / εποχιακή / μόνιμη. Πλήρης / μερική ~. Zητώ ~. Οργανισμός Aπασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟAΕΔ). || ~ των μηχανών / των μεταφορικών μέσων, η χρησιμοποίησή τους στην παραγωγική διαδικασία. 2. η ασχολία με κτ.: H ~ των παιδιών με το παιχνίδι πρέπει να είναι δημιουργική. H απασχόλησή του με το γράψιμο χρονολογείται από παλιά. 3. η απόσπαση της προσοχής κάποιου: Tου έκλεψε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.

[λόγ.: 3: ελνστ. ἀπασχό λη(σις) -ση· 1, 2: κατά τη σημ. του απασχολώ2]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες