Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
744 εγγραφές [721 - 730] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχιονισμός ο [apoxionizmós] Ο17 : αφαίρεση συσσωρευμένου χιονιού, καθαρισμός των δρόμων από το χιόνι· εκχιονισμός.
[λόγ. απο- χιον- (χιών δες στο χιόνι) -ισμός μτφρδ. γαλλ. déneigement]
- αποχουντοποίηση η [apoxundopíisi] Ο33 : η απομάκρυνση των συνεργών και των υποστηρικτών της χούντας (της στρατιωτικής δικτατορίας) από τον κρατικό μηχανισμό και από τις δημόσιες υπηρεσίες: H ~ ξεκίνησε αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974.
[λόγ. απο- χούντ(α) -ο- + -ποίηση]
- αποχρεμπτικός -ή -ό [apoxremptikós] Ε1 : που διευκολύνει την απόχρεμψη: Aποχρεμπτικό φάρμακο / σιρόπι και ως ουσ. το αποχρεμπτικό.
[λόγ. < αρχ. ἀποχρέμπτ(ομαι) `κάνω απόχρεμψη΄ -ικός]
- απόχρεμψη η [apóxrempsi] Ο33 : η αποβολή με το βήχα των διάφορων εκκρίσεων από τους βρόγχους και από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόχρεμψις (-σις > -ση)]
- αποχρωματίζω [apoxromatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αφαιρώ ή αλλοιώνω το χρώμα· ξεβάφω. 2. (μτφ.) αποχαρακτηρίζω κπ.
[λόγ. απο- χρωματίζω μτφρδ. γαλλ. décolorer (στη σημ. 1)]
- αποχρωματισμός ο [apoxromatizmós] Ο17 : 1.η αφαίρεση ή η αλλοίωση του χρώματος· ξέβαμμα. 2. (μτφ.) αποχαρακτηρισμός προσώπου.
[λόγ. αποχρωματισ- (αποχρωματίζω) -μός]
- αποχρών -ώσα -ών [apoxrón] Ε : (λόγ.) στις εκφράσεις ~ λόγος / αποχρώσα αιτία: α. (φιλοσ.) ο λόγος, η αιτία για καθετί που υπάρχει ή που γίνεται. β. σοβαρός λόγος: Δημιουργήθηκε πανικός χωρίς αποχρώντα λόγο / άνευ αποχρώντος λόγου. αποχρώσες ενδείξεις, (νομ.) που είναι επαρκείς για να δικαιολογήσουν κτ.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀποχρῶ `αρκώ΄ μτφρδ. μσνλατ. causa efficiens]
- απόχρωση η [apóxrosi] Ο33 : 1.παραλλαγή βασικού χρώματος: Στη φύση βρίσκουμε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ο τοίχος είναι βαμμένος σε μια ανοιχτή ~ του μπλε. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος με ρόδινες αποχρώσεις. || (επέκτ.) για ήχο, παραλλαγή ενός βασικού ή συνηθισμένου τόνου: Όταν διάβαζε, η φωνή του έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις. 2. (μτφ.) για κτ. που διαφέρει ελαφρά από ό,τι είναι ή θεωρείται βασικό, κύριο: Οι συνώνυμες λέξεις έχουν συνήθως μια διαφορετική εννοιολογική ~. Yπήρχε μια ~ ειρωνείας στα λόγια του. Ο συγγραφέας μάς δίνει όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων του. || Εκπρόσωποι όλων των πολιτικών αποχρώσεων, των πολιτικών τάσεων, ρευμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόχρω(σις) `προσθήκη χρώματος΄ -ση σημδ. γαλλ. coloration]
- αποχτενίδια τα [apoxteníδja] Ο44 : (οικ.) τρίχες που πέφτουν από τα μαλλιά, όταν χτενίζεται κάποιος.
[απο- χτέν(α) -ίδια, πληθ. του -ίδι]
- αποχυμωτής ο [apoximotís] Ο7 : ηλεκτρική συσκευή για την παραγωγή χυμού από φρούτα και λαχανικά.
[λόγ. απο- χυμ(ός) -ωτής]