Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόσχιση η [apósxisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσχίζομαι, απόσπαση ατόμων ή εδαφικής έκτασης από ένα σύνολο και προσάρτησή τους σε κάποιο άλλο σύνολο ή αυτονόμηση: H ~ των στελεχών ενός κόμματος και η προσχώρησή τους σε άλλο. Kαταδικάστηκαν με την κατηγορία ότι ενεργούσαν με στόχο την ~ τμήματος της επικράτειας για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
[λόγ. < αρχ. ἀπόσχι(σις) `διακλάδωση΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποσχίζομαι]