Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόρρητο
1 εγγραφή
απόρρητος -η -ο [apóritos] Ε5 : που δεν πρέπει να ειπωθεί, να ανακοινωθεί, που πρέπει να μείνει μυστικός: Ο κατάσκοπος έκλεψε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα. Aπόρρητες διαταγές. || (ως ουσ.) το απόρρητο, πληροφορία, στοιχείο κ.ά. που δεν αποκαλύπτεται: Επαγγελματικό / τραπεζικό απόρρητο. Tο απόρρητο των επιστολών, το απαραβίαστο. Tο απόρρητο της εξομολόγησης.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες