Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκλιση
1 εγγραφή
απόκλιση η [apóklisi] Ο33 : ANT σύγκλιση. 1. η εκτροπή από μια ορισμένη κατεύθυνση, η κλίση προς τα πάνω, προς τα κάτω ή πλάγια: Tο πλοίο έχει ~ δέκα μοιρών από την κανονική του πορεία. || (αστρον.) ~ άστρου, η απόστασή του από τον ισημερινό. || (φυσ.) μαγνητική ~, η γωνία που σχηματίζεται από το μαγνητικό και το γεωγραφικό μεσημβρινό ενός τόπου. || (βλητική) ~ βλήματος, η απόσταση από το σημείο πτώσης του ως το στόχο. 2. διαφορά που παρουσιάζεται: α. σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό ή με τον τελικό στόχο: Οι δαπάνες του προϋπολογισμού παρουσιάζουν μικρή ~ σε σχέση με την αρχική πρόβλεψη. Παρατηρήθηκε σημαντική ~ απόψεων κατά τις διαπραγματεύσεις. β. σε σχέση με αυτό που θεωρείται ως κανονικό, ως δεδομένο: Aπόψεις / ιδέες δεξιάς / αριστερής απόκλισης.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκλι(σις) `το να βγει κάποιος απ΄ το δρόμο΄ -ση σημδ. γαλλ. déviation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες