Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόθεμα το [apóθema] Ο49 : 1.οτιδήποτε έχει συγκεντρωθεί σταδιακά και φυλάγεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά: ~ τροφίμων / χρημάτων. Λόγω του πολέμου εξαντλήθηκαν τα αποθέματα των καυσίμων. Tα αποθέματά μας σε πετρέλαιο λιγοστεύουν. || (μτφ.): Aποθέματα γνώσεων / υπομονής. Έχει ανεξάντλητα αποθέματα ιστοριών. 2. (λογιστ.) τα διαθέσιμα εμπορεύματα που βρίσκονται στο κατάστημα ή στις αποθήκες μιας οικονομικής επιχείρησης· παρακαταθήκη, στοκ: Δημιουργία / έλεγχος αποθεμάτων. Tο εργοστάσιο αύξησε την παραγωγή για να δημιουργήσει αποθέματα. || (για τράπεζα): Aποθέματα σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα.
[λόγ. αποθέ(τω) -μα απόδ. γαλλ. dépἄt & συν. stock (αγγλ. stock)]
- αποθεματικός -ή -ό [apoθematikós] Ε1 : που έχει σχέση με το απόθεμα και ιδίως που φυλάγεται ως απόθεμα: Aποθεματικό κεφάλαιο. || (ως ουσ.) το αποθεματικό, μέρος των κερδών μιας επιχείρησης που δε μοιράζεται στους μετόχους, αλλά χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου.
[λόγ. αποθεματ- (απόθεμα) -ικός]
- αποθεματοποίηση η [apoθematopíisi] Ο33 : η δημιουργία αποθεμάτων.
[λόγ. αποθεματ- (απόθεμα) -ο- + -ποίη(σις) -ση]