Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσιτος
1 εγγραφή
απρόσιτος -η -ο [aprósitos] Ε5 : ANT προσιτός. 1α. για τόπο ή για χώρο στον οποίο δεν μπορεί ή πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να φτάσει· απροσπέλαστος1: Πανύψηλες και απότομες βουνοκορφές, απρόσιτες στον άνθρωπο. Xωριά απομονωμένα, που είναι απρόσιτα στους τουρίστες. β. για άτομο πολυάσχολο ή πολύ εσωστρεφές με το οποίο δεν μπορεί να έχει κάποιος προσωπική ή ψυχική επικοινωνία· απλησίαστος1, απροσπέλαστος2: Aπό τότε που έγινε διευθυντής είναι ~ και στους πιο στενούς του φίλους. Είναι ~ άνθρωπος / χαρακτήρας, πολύ κλειστός. 2α. για πολύ υψηλές τιμές ή για κτ. που είναι πολύ ακριβό και ξεπερνάει τις οικονομικές δυνατότητες του μέσου ή ενός συγκεκριμένου αγοραστή· απλησίαστος2: Οι τιμές έφτασαν σε απρόσιτα ύψη. Tα παραθαλάσσια οικόπεδα έχουν γίνει πλέον απρόσιτα. β. για κτ., π.χ. για πολιτισμικό αγαθό, πληροφορία κτλ., που δεν μπορεί να το έχει κάποιος στη διάθεσή του ή που είναι δυσπρόσιτο: Bιβλία σπάνια και απρόσιτα στο μέσο αναγνώστη. γ. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ δυσνόητο: H αφηρημένη τέχνη είναι απρόσιτη στο ευρύ κοινό.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπρόσιτος (στη σημ. α)· 2: σημδ. αγγλ. inaccessible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες