Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσχημάτιστος
1 εγγραφή
απροσχημάτιστος -η -ο [aprosximátistos] Ε5 : για κτ. που λέγεται ή που γίνεται χωρίς προσχήματα, χωρίς προσπάθεια να συγκαλύψουμε κτ. ή να αμβλύνουμε κάποια αρνητική εντύπωση: H επέμβαση των ξένων στα εσωτερικά μας ήταν απροσχημάτιστη. Έδειξαν απροσχημάτιστη επιθετικότητα. απροσχημάτιστα ΕΠIΡΡ: Οι ενέργειές του είναι ~ εχθρικές.

[λόγ. α- 1 προσχηματ- (πρόσχημα) -ιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες