Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροκάλυπτος -η -ο [aprokáliptos] Ε5 : για κτ. που γίνεται ή που λέγεται χωρίς προσχήματα, χωρίς προσπάθεια να το συγκαλύψουν: Δέχτηκε την απροκάλυπτη επίθεση των πολιτικών του αντιπάλων.
απροκάλυπτα ΕΠIΡΡ: Δήλωσε ~ ότι θα ενεργήσει σύμφωνα με το προσωπικό του συμφέρον, ανοιχτά, καθαρά. Οι ενέργειές του είναι ~ εχθρικές. [λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπροκαλύπτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]